- νεοσύλλεκτοι
- νεοσύλλεκτοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεόκρητες — Νεόκρητες, οἱ (Α) οι νεοσύλλεκτοι Κρήτες … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
προγυμναστήριο — το, Ν 1. ειδικός χώρος προγύμνασης 2. ναυτ. πλοίο όπου διαμένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω + επίθημα τήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προχειρισμός — ὁ, Α [προχειρίζω] 1. το να γίνεται, να επιτελείται κάτι («προχειρισμὸς τῆς δημιουργίας», Δαμασκ.) 2. (σχετικά με υπάλληλο) διορισμός 3. φρ. «οἱ ἐν προχειρισμῷ» οι νεοσύλλεκτοι που ασκούνται … Dictionary of Greek
προγυμναστήριο — το 1. ειδικός χώρος όπου προγυμνάζεται κανείς. 2. (ναυτ.), κατάστημα ή πλοίο όπου μένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυποποιώ — τυποποίησα, τυποποιήθηκα, τυποποιημένος 1. παράγω ομοιόμορφα βιομηχανικά προϊόντα καθορισμένου τύπου σε μεγάλες ποσότητες: Τυποποιημένη σάλτσα. 2. οργανώνω βιομηχανία ώστε να παράγει ορισμένους τύπους προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες. 3. διαμορφώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)